- δοριάλωτος
- δοριάλωτοςcaptive of the spearmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δοριάλωτος — η, ο (AM δοριάλωτος και δορυάλωτος, ον Α και δουριάλωτος, ον) 1. αυτός που κατακτήθηκε με το δόρυ, ο αιχμάλωτος πολέμου 2. φρ. «δουριάλωτον λέχος» (για την Τέκμησσα) αιχμάλωτη που έγινε σύζυγος (Σοφ.) … Dictionary of Greek
δοριάλωτος — η, ο αυτός που αιχμαλωτίστηκε στον πόλεμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δοριαλώτω — δοριάλωτος captive of the spear masc/fem/neut nom/voc/acc dual δοριάλωτος captive of the spear masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοριάλωτον — δοριάλωτος captive of the spear masc/fem acc sg δοριάλωτος captive of the spear neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουριάλωτον — δοριάλωτος captive of the spear masc/fem acc sg (ionic) δοριάλωτος captive of the spear neut nom/voc/acc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοριαλώτοις — δοριάλωτος captive of the spear masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοριαλώτου — δοριάλωτος captive of the spear masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοριαλώτους — δοριάλωτος captive of the spear masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοριαλώτων — δοριάλωτος captive of the spear masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοριαλώτῳ — δοριάλωτος captive of the spear masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)